-
1 αμοιβή
[амиви] ουσ. θ. награда, гонорарΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμοιβή
-
2 вознаграждение
η αμοιβ/ή, η ανταμοιβή-капитану с фрахта мор. о επίναυλοςпремиальное - η επί πλέον αμοιβή, το δώρο, η αμοιβή παρότρυνσης ή απόδοσης, το πρίμ, το μπόνους (ξεν).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вознаграждение
-
3 гонорар
-
4 вознаграждение
-я ουδ.αμοιβή, ανταμοιβή• επιβράβευση•вознаграждение за долголетнюю службу επιβράβευση για πολυετή υπηρεσία•
денежное -χρηματική αμοιβή.
-
5 бонус
фин. το επιμίσθιοη πρόσθετη αμοιβήτο μπόνους (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бонус
-
6 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение
-
7 куртаж
фин. η προμήθεια/αμοιβή του μεσίτητα μεσιτικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > куртаж
-
8 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
9 спасение
1. (действие) η διάσωσ/η, το σώσιμοрасходы по - ю груза έξοδα/δαπάνες για - του φορτίου2. (о том, что спасает, избавляет от чего-л.) η σωτηρία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спасение
-
10 вознаграждение
вознаграждениес ἡ (ἀντ)αμοιβή, ἡ πληρωμή. -
11 гонорар
гонорарм ἡ ἀμοιβἡ. -
12 мзда
мздаж уст. ἡ ἀμοιβή, ἡπληρωμή / ἡ δωροδοκία (взятка). μη с нескл. муз. τό μί. -
13 расценка
расцен||каж1. (действие) ἡ διατίμηση [-ις], ἡ ἐκτίμηση [-ις]·2. (цена) ἡ τιμή (товара) I ἡ ἀμοιβή (работы) / ἡ ταρίφα (тариф):повышение \расценкаοκ ἡ ὕψωση τών τιμών. -
14 гонорар
[γκαναράρ] та. α. αμοιβή -
15 доплата
[νταπλάτα] ουσ θ. πρόσθετη αμοιβή -
16 мзда
[μζντά] ουσ. θ. αμοιβή, δωροδοκία, πληρωμή -
17 гонорар
[γκαναράρ] та. α αμοιβή -
18 доплата
[νταπλάτα] ουσ θ. πρόσθετη αμοιβή -
19 мзда
[μζντά] ουσ θ αμοιβή, δωροδοκία, πληρωμή -
20 воздаяние
-я ουδ.παλ. αμοιβή, ανταμοιβή, αντάμειψη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμοιβή — requital fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβή — η 1. η ανταμοιβή: Η αμοιβή για όσα καλά έκανα σ αυτόν ήταν να με κακολογά όπου βρεθεί. 2. μισθός: Εργάζεται με πολύ μικρή αμοιβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 … Dictionary of Greek
ἀμοιβῇ — ἀμοιβάζω exchange fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀμοιβάζω exchange fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀμοιβῆι , ἀμοιβεύς exchanger masc dat sg (epic ionic) ἀμοιβή requital fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαῖς — ἀμοιβή requital fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβαί — ἀμοιβή requital fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμοιβήν — ἀμοιβή requital fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
αποκοπή — Α. αποκαλείται στη γλωσσολογία η μη προφορά ενός γράμματος μιας λέξης, από αφρόντιστη άρθρωση. Η πιο συχνή περίπτωση α. είναι η πτώση του τελικού φωνήεντος ορισμένων προθέσεων. Στα αρχαία ελληνικά, η α. ήταν χαρακτηριστική κυρίως της δωρικής και… … Dictionary of Greek
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek